- Ὑπερβορέων
- Ὑπερβόρεοιthe Hyperboreansmasc gen plὙπερβόρεοςfem gen plὙπερβόρεοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπερβορέων — Ὑπερβόρεοι the Hyperboreans masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… … Hofmann J. Lexicon universale
παρακομίζω — Α 1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω 2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.) 3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.) 4. παίρνω, δέχομαι 5. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… … Dictionary of Greek